νηστικοῦ

νηστικοῦ
νηστικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νηστικάδα — η [νηστικός] η ιδιαίτερη δυσάρεστη γεύση και οσμή που έχει το στόμα τού νηστικού …   Dictionary of Greek

  • προγεύομαι — ΝΜΑ 1. δοκιμάζω κάτι από πριν με τη γεύση, γεύομαι κάτι προηγουμένως 2. μτφ. αποκτώ την πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῡ μέλλοντος ἀγαθοῡ», Φίλ.) νεοελλ. γευματίζω («ο προγεμένος τού νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • χορτάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει χορτάσει 2. (κατ επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.) 3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» βλ. πίτα β) «ο χορτάτος τού νηστικού… …   Dictionary of Greek

  • νηστικάδα — η 1. κακοσμία του στόματος του νηστικού. 2. έλλειψη κανονικής τροφής, υποσιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”